- τινάσσομαι
- τινάσσωshakepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρούχος — (I) ο και (ουδ.) το [βρουχούμαι] ο βρυχηθμός. (II) ο και βρούκος (AM βροῡχος) μικρή ακρίδα χωρίς φτερά νεοελλ. το παράσιτο των λαχανικών πρασοκουρίς, κολοκυθοκόφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του με το βρύκω «καταπίνω» οφείλεται σε παρετυμολογία.… … Dictionary of Greek
διαΐσσω — διαΐσσω, αττ. διᾴσσω και διᾴττω (Α) [αΐσσω] ορμώ, τινάσσομαι νεοελλ. (συνήθ. τύπος η μτχ.) διάττων* ή διάττοντες (ενν. αστέρας ή αστέρες) … Dictionary of Greek
θύσσομαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τινάσσομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύσανος] … Dictionary of Greek
παιφάσσω — (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι 2. σείομαι 3. κινώ κάτι βίαια, σείω. [ΕΤΥΜΟΛ. P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (πρβλ. μαι μάω). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα… … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek